Η ιστορία μιας καμαριέρας

Ώρα 05:00 το πρωί. Η κ.Μαρία σηκώθηκε με δυσκολία από το κρεβάτι της. Δεν την έστεργαν πλέον τα πόδια της. Ήταν κι η ηλικία της που δεν βοηθούσε. Στα 57 της χρόνια δούλευε καθημερινά κι ανελλιπώς στο πεντάστερο ξενοδοχείο. Μια γουλιά καφέ, ίσα-ίσα ν’ ανοίξουν τα μάτια της κι ένα τσιγάρο για το δρόμο.

Ώρα 05:30 η κ. Μαρία είχε φτάσει ήδη στη στάση του λεωφορείου. Μια λαοθάλασσα με ποδιές και μπλουζάκια με το λογότυπο του ξενοδοχείου. Εκεί μέσα στο πλήθος θα ξεχώριζε και τις δικές της. <<Καλημέρα>> είπε ξεφυσώντας τον καπνό του τσιγάρου. <<Πόσες αναχωρήσεις έχουμε σήμερα;>> ρώτησε παραδομένη στο χασμουρητό της την Κατερίνα. <<Πέντε>>, της απάντησε. Πέντε δωμάτια, πέντε επί δύο κρεβάτια μας κάνουν δέκα. Πέντε μπάνια, πέντε πατώματα.

Γύρω στις 06:30 τα καρότσια έπαιρναν φωτιά φορτωμένα σεντόνια, πετσέτες και καθαριστικά. Γυναίκες πανικόβλητες να τρέχουν πέρα-δώθε στους διαδρόμους των ορόφων. Αναχώρηση πρώτη. Γυαλισμένα πατώματα, στρωμένα κρεβάτια. Να, και πετσέτες σε σχήμα καρδιάς. Θα κατέφθαναν οι νεόνυμφοι από τη Ρωσία στις 08:00 Όλα έτοιμα. Το χάος που είχαν αφήσει οι προηγούμενοι είχε εξαφανιστεί. Οι μεγάλες σκουπιδοσακούλες είχαν γεμίσει. Εκείνα τα γουρούνια βλέπεις, δεν είχαν χρόνο να μαζέψουν έστω τ’ αποφάγια τους. Ούτε ευχαριστήριο σημείωμα άφησαν, ούτε πουρμπουάρ. Δεν πειράζει. Και κανείς άλλος δεν άφησε φιλοδώρημα χθες. Δεν πειράζει. Κι ας έχει το αυχενικό της η Σοφία, δεν πειράζει. Κι ας ξενύχτησε η Ελένη που είχε το παιδί της άρρωστο, δεν πειράζει.

Αναχώρηση δεύτερη. <<Θα προλάβουμε;>> ρώτησε η Κατερίνα. Ώρα 08:15. <<Θα προλάβουμε>>, απάντησε η κ.Μαρία. Ευτυχώς αυτοί εκτός από το χάος στο δωμάτιο του 610 άφησαν και κάτι άλλο. Η κυρία του δωματίου θα ξέχασε μάλλον το άρωμα της. Channel No5. Ήταν η σειρά της Μαρίας σήμερα. Θα το έβαζε μόλις έβρισκε ευκαιρία. Ώρα 09:10. Έτοιμη και η δεύτερη αναχώρηση. Οι καινούργιοι πελάτες είχαν φτάσει προ δέκα λεπτών κουρασμένοι από το ταξίδι τους και λίγο εκνευρισμένοι εξαιτίας της αναμονής. Πηγαίνοντας στο δωμάτιο τους συνάντησαν την κ.Μαρία και την Κατερίνα, μα δεν κατάλαβαν.

Αναχώρηση τρίτη λοιπόν. Δεν έχουν φύγει ακόμα από το δωμάτιο οι πελάτες. Η κ.Μαρία θα κατέβαινε στο γραφείο της προϊσταμένης να ρωτήσει ακριβή ώρα άφιξης των επόμενων πελατών. Εντάξει, έχουν ακόμα μια ώρα μπροστά τους. Μπορούν να προχωρήσουν στην τέταρτη αναχώρηση, στο 602. Δύο χαμογελαστά κουτσούβελα τους περίμεναν εκεί κρατώντας καραμέλες. Ήταν ευγενικοί πελάτες αυτοί. Το πρώτο <<ευχαριστώ>> της ημέρας στις 09:25. Ένας λόγος ν’ αναθαρρεύσουν τα κορίτσια μας. Κατά τις 09:30 έχουν ήδη ξεκινήσει το δωμάτιο. Το μόνο που μένει είναι να μετακινήσουν τα κρεβάτια. Να βγάλουν την παιδική κούνια από το δωμάτια και να χωρίσουν το διπλό κρεβάτι σε δύο μονά. Θα έμεναν δύο άνδρες εδώ σήμερα.

Η προϊσταμένη με το κλασικό ντοσιέ της στο χέρι ανεβαίνει βιαστική στον όροφο των κοριτσιών. <<Βιαστείτε, έφτασαν οι καινούργιοι πελάτες!>> είπε η προϊσταμένη με καθαρή φωνή.  <<Τώρα κ.Προϊσταμένη, τώρα. Λίγο το μπαλκόνι μόνο.Τώρα.>> απάντησαν τα κορίτσια. Και να ήθελαν να πουν κάτι παραπάνω, προλάβαιναν; Κεφάλι δε σηκώθηκε. Η κ.Μαρία κοίταξε τις καραμέλες στην τσέπη της ποδιάς της και χαμογέλασε.

Ώρα 10:40, ζέστη ανυπόφορη. Προλάβαιναν να κατέβουν στην αποθήκη να καπνίσουν ένα τσιγάρο στα σβέλτα. Προσεκτικά κι αθόρυβα, μην τύχει και περνάει κανένα αφεντικό, βγήκαν από την αποθήκη παίρνοντας ό,τι χρειάζονταν. Θα ξανά πήγαιναν τώρα στο 605. Στο δρόμο θα συναντούσαν και τις υπόλοιπες. Ευκαιρία για λίγα πειράγματα και λίγο κουτσομπολιό στο πόδι. <<Έφυγαν οι Γερμανοί>>.Η προϊσταμένη είπε πως θα μπουν Έλληνες στο 605. Η χειρότερη φάρα πελατών, ό,τι πιο ζόρικο για τα κορίτσια. Ευγένεια πουθενά. Όσο κι αν οι ξένοι είχαν κακές συνήθειες, οι Ελληνάρες πάντα θα έβρισκαν τρόπο να τους ξεπεράσουν στο πέρασμά τους.

Έτοιμη και η τρίτη αναχώρηση. Ώρα 11.30 πια. Στο μεταξύ θα κοιτούσαν τα υπόλοιπα δωμάτια. Ήταν βλέπεις κι αυτά στη μέση. Κάθε μέρα τα κορίτσια παραφύλαγαν τα άδεια δωμάτια να συμμαζέψουν λίγο, να τακτοποιήσουν, ν΄ αφήσουν καθαρές πετσέτες, να στρώσουν καθαρά σεντόνια. Τις προάλλες οι πελάτες του 604 έκαναν παρατήρηση. Είχε λέει σκόνη και σκορπισμένα φύλλα το μπαλκόνι. Τι κι αν σήκωσε λίγο αεράκι μετά που πέρασαν τα κορίτσια από το δωμάτιο. Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο. Όλο παράπονα ήταν οι πελάτες, άλλοι δικαιολογημένα κι άλλοι αδικαιολόγητα.

Όταν τελείωναν και την πέμπτη αναχώρηση η ώρα πλησίαζε τέσσερις. Γύρω στις 04:30 τα κορίτσια ξεχύνονταν στις αυλές του ξενοδοχείου σαν γυμνασιόπαιδα. Θα τσακώνονταν για λίγο μέσα στο λεωφορείο μα μετά θα το ξεχνούσαν. Ανταγωνιστικές ως το κόκκαλο μα όταν μια είχε την ανάγκη τους, όλες έτρεχαν να βοηθήσουν. Μια ανεξήγητη αλληλεγγύη, μια αλληλοβοήθεια.

Στις 05:00 η κ.Μαρία έφτασε στο σπίτι ξεθεωμένη από τη ζέστη και την κούραση. Και το δικό της το σπίτι δεν ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από το 602. Μισή ώρα ακόμα, μισή ώρα και μετά θα ξάπλωνε. Να μαγιρέψει να βρουν ο σύζυγος και τα παιδιά της ζεστό φαγητό. Αυτό και μετά τέλος. <<Μαμά κάθισε λίγο μαζί μας να σε δούμε>>. Η μικρή παραπονιόταν συχνά. Ήθελε να βλέπει περισσότερο τη μάνα της. Κι η κ.Μαρία έκατσε. Έκατσε για λίγο ακόμα να δει την κόρη της, να κουβεντιάσουν.

Ώρα 07:30 η κ.Μαρία ξάπλωσε στο κρεβάτι της κι αναστέναξε από ανακούφιση. <<Άλλη μια μέρα, άλλη μια μέρα τελείωσε>>,ψιθύρισε, <<παράπονο δεν έχω>>.