Παραμύθι με λυπημένο τέλος

Θυμάμαι όταν πρωτογνωριστήκαμε. Την στιγμή που συναντήθηκαν οι ματιές μας εκείνο το κρύο πρωινό, περιμένοντας το λεωφορείο να πάρει ο καθένας τον δρόμο του. Κι όμως -για κακή μου,τελικά, τύχη-, εκείνο το λεωφορείο άργησε να έρθει και με ρώτησες αν ήθελα να πιούμε έναν καφέ στην απέναντι καφετέρια για να ζεσταθούμε. Δείλιασα στην αρχή, αλλά κάτι στο βλέμμα σου με τράβηξε και είπα το ναι.

Συζητούσαμε για ώρες και ούτε που το καταλάβαμε. “Είναι σαν να σε ξέρω χρόνια”, μου είπες και εγώ σε πίστεψα. Σε πίστεψα από την πρώτη στιγμή και ας μην το έδειχνα, γιατί φοβόμουν. Φεύγοντας με ρώτησες αν θα με ξαναδείς και αρκέστηκα σε ένα “ίσως”, ενώ ήθελα ξεκάθαρα να σου πω το ναι. Ανταλλάξαμε αριθμούς και περίμενα πως και πως να κάνεις το πρώτο βήμα.

Και το έκανες.

Πέρασε αρκετός καιρός βγαίνοντας, γνωρίζοντας ο ένας τον άλλον και όταν καταλάβαμε πως ταιριάζουμε, δοθήκαμε ολοκληρωτικά. Με άγγιξες όπως δεν με είχε αγγίξει ποτέ κανείς μέχρι τότε, τρύπωσες μέσα στο μυαλό μου και ήξερες την κάθε μου κίνηση πριν καν την κάνω, την κάθε μου κουβέντα πριν καν την πω. Τότε κατάλαβα πως ήσουν το άλλο μου μισό.

Πόσο λάθος έκανα.

Όλα ήταν τόσο μαγικά, λες και ξετρύπωσαν από παραμύθι. Αν μας έβλεπε κάποιος, θα μας ζήλευε και θα ήθελε να ζήσει τον έρωτα και το πάθος που βιώναμε. Και ενώ εγώ έπλεα σε πελάγη ευτυχίας, εσύ δειλά δειλά άρχισες να κολυμπάς προς την στεριά, μακριά από μένα, χωρίς να καταλάβω το παραμικρό.

“Υπάρχει άλλη”, μου είπες ένα βράδυ. Και ενώ προσπαθούσες να μου εξηγήσεις, ή μάλλον να μου δικαιολογηθείς, εγώ ένιωθα να χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου. Πνιγόμουν μέσα στο πέλαγος που εγώ η ίδια είχα φτιάξει για μας, δεν είχα το κουράγιο να παλέψω να σωθώ. Αισθανόμουν σαν κάποιος να μου είχε απενεργοποιήσει όλα τα συναισθήματα που υπό αυτές τις συνθήκες θα έπρεπε να με κατακλύζουν. Στεκόμουν απέναντι σου και σε άκουγα. Στην ουσία δεν άκουγα εσένα, αλλά τις φωνές μέσα μου που με κορόιδευαν που πίστεψα σε μας. Στην δικιά μας ιστορία.

Δεν θυμάμαι τίποτα από όσα μου είχες πει εκείνο το βράδυ. Τα άκουσα και τα ξέχασα; Δεν τα άκουσα καν; Δεν ξέρω. Το μόνο που θυμάμαι είναι να περιμένεις ένα ξέσπασμά μου, κάτι να σου πω. Δεν έκανα όμως τίποτα από αυτά. Στάθηκα στο ύψος μου -όσο μπορούσα- και έφυγα. Δεν κοίταξα πίσω μου. Ίσως γιατί ήξερα πως δεν θα έτρεχες να με φτάσεις, να με σφίξεις στην αγκαλιά σου και να μου πεις πως όλα αυτά ήταν ένα κακόγουστο αστείο. Ίσως πάλι, γιατί πίστευα πως το δικό μας παραμύθι είχε τελειώσει και είχε έρθει η στιγμή να δώσει τη θέση του στο επόμενο.

https://www.youtube.com/watch?v=1Yrd6caXygw