Το μηδέν

Οι άνθρωποι δίνουν. Δίνουν και παίρνουν. Είναι η φυσιολογική σειρά των πραγμάτων.       Δίνεις ό,τι τραβάει η ψυχή σου και παίρνεις ό,τι θέλει ο άλλος να σου δώσει. Τίποτα δε γίνεται με τη βία.Έχω ακούσει ιστορίες και σαπουνόπερες για πληγωμένους ανθρώπους. Για ανθρώπους που έδωσαν το εκατό και πήραν το μηδέν. Αυτοί είναι εκείνοι που ερωτεύτηκαν κι αντίκρυσμα δεν είδαν. Και τι είναι ένα μηδενικό; Ένα <<δε βαριέσαι>>, ένα <<δεν πειράζει>>. Δεν είναι το πρόβλημα το ένα μηδενικό, είναι τα δύο, τα τρία, τα τέσσερα. Όταν όλα αυτά μαζί στριμώχνονται στην ψυχή σου, σε βαραίνουν. Μα κάπου πρέπει να πάνε κι αυτά, αφού δεν μπορείς να τα βγάλεις από μέσα σου.

Και σου έρχονται ευκαιρίες ζωής. Λες <<ας τ’ αφήσω εκεί για λίγο ακόμα>>. Να δώσεις. Θες
να δώσεις κι άλλα, γιατί έχεις ακόμα. Θες να δώσεις πάλι το κατοστάρικο σου σ’ αυτόν που σου δωσε το δεκαράκι του. Το δίνεις και δε σε νοιάζει, γιατί είσαι κι εσύ από κείνα τα καλά παιδιά. Ξέρεις, αυτά με τις ηθικές και τις αξίες…

Κουραφέξαλα! Εκείνος που σου δωσε έφυγε. Πάει κι αυτός.                                                 Για τσέκαρε, χωράει άλλο ένα μηδενικό; Πρόσεξε όμως, αυτό βάλτο πάνω-πάνω στη συλλογή σου. Αυτό είναι πιο βαρύ από τ’ άλλα, έχει περισσότερη αξία. Τα μέτρησες; Μη μου πεις. Ξαναπροσπάθησες. Σου δώσανε πενήντα αυτή τη φορά; Ωραίο συναίσθημα φίλε μου. Κι εσύ πόσα έδωσες; <<Χίλια>>. Πάλι μείον είσαι. Παρ’ τα κι αυτά και βόλεψε τα να σε δω. Τώρα μάλλον δε νιώθεις και τόσο ωραία. Ένα βαρέλι σε κατηφόρα, αυτό έγινες.Και τώρα κατρακυλάς.

Μα για στάσου. Κάποιος ανεβαίνει στο δρόμο σου. <<Πόσα θες;>> σε ρωτάει. <<Χίλια>>, αυτό θέλεις για να σταματήσεις την κατρακύλα. Το χιλιάρι της επιβίωσης. Και το αρπάζεις. Εύχεσαι να σου κλείσει το λογαριασμό. Δίνεις κι εσύ κάτι ωστόσο. Από υποχρέωση; Από την καλή σου την καρδιά; Γιατί έτσι γούσταρες; Δίνεις.

Για περίμενε μισό λεπτό. Ποιος σου είπε εσένα, ότι μπορείς να δώσεις;                             Έχεις μπερδέψει εκεί μέσα μηδενικά, πενηντάρικα και κατοστάρικα. Σε τυχαία σειρά τα βγάζεις και τα δίνεις. Κι ύστερα αρχίζεις και μοιράζεις τα μηδενικά που υπερτερούν. Πληγώνεις τους άλλους και ξαλαφρώνεις. Και ξέρεις ποιο είναι το λάθος; Ότι σε σταματήσανε πάνω στην κατρακύλα. Ό,τι ξεκινάς πρέπει να το τελειώνεις, έλεγε η μάνα μου. Δε χρειαζόταν να σταματήσεις στη μέση. Έπρεπε να χεις πάρει φόρα να ξεσπάσεις στο τέλος. Μόνο έτσι θα πετάξεις τα μηδενικά από πάνω σου. Κι όταν η κατηφόρα θα                           τελείωνε, θα ήταν πολλοί εκεί να σε χειροκροτήσουν. Κι αυτοί σαν κι εσένα.

Έτσι όπως τα ‘κανες  τώρα, μοίρασε τα μηδενικά σου σε ψυχές που δε φταίνε. Κάνε τες κι αυτές σαν κι εσένα. Κάποια στιγμή θ΄ ακολουθήσουν κι αυτές τον ίδιο δρόμο με σένα. Η αλήθεια βέβαια είναι, πως εσύ δε θα νιώσεις καλύτερα. Σε κατατρώει τόσο πολύ ο πόνος, που
ούτε σαν εκδίκηση δεν το βλέπεις. Με τόσα μηδενικά που έχεις μέσα σου τι περιμένεις;  Επόμενο είναι, όχι μόνο να μηδενίζεις τους άλλους που σου δίνουν, σου καταθέτουν και σ’ ερωτεύονται αλλά να μηδενίζεις κι εσένα τον ίδιο. Μηδενικά συναισθήματα. Ο άνθρωπος με κλειστό το διακόπτη που λένε.

Η ειρωνεία της υπόθεσης; Όλοι πιστεύουν, ότι μπορούν                                                       ν’ ανοίξουν το διακόπτη σου κι εσύ αντί να τους αφήσεις να προσπαθήσουν, τους διώχνεις και τους αρνείσαι. Εκεί έφτασες , να σου προσφέρουν βοήθεια και να μην τη θες. Πρέπει όλους να τους πείσεις για το χάλι σου το μαύρο, γι’ αυτά που τράβηξες. Ξέρεις ποιο θα ‘ναι το αποτέλεσμα; Να τους κουράσεις. Δεν αντέχουν οι άνθρωποι τις επαναλήψεις, τις αδιέξοδες καταστάσεις και τους ανθρώπους που δε θέλουν να σωθούν. Μπορεί ν΄ αργούν λίγο, αλλά κάποια στιγμή ξυπνάνε κι εσένα θα σου τελειώσουν οι άνθρωποι. Δεν θα χεις άλλους να καταστρέφεις και να τους μαυρίζεις την ψυχή. Κανένα δε θα χεις…